-
1 проводка
1. эл. η καλωδίωσηоткрытая - ανοιχτή -, επιφανειακή -2. (прокладка, сооружение) η καλωδίωση, η τοποθέτηση καλωδίων 3. (прок.) о οδηγός 4. мор. (судов) η πλοη-γία/πλοήγηση (των πλοίων) 5. (бухг.) η λογιστική εγγραφή (χρέωσης ή πίστωσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проводка